περιήκω — Α 1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.) 2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.) 3. (για χρόνο) έχω φτάσει… … Dictionary of Greek
περιῆκον — περϊῆκον , περιήκω to have come round to one imperf ind act 3rd pl περϊῆκον , περιήκω to have come round to one imperf ind act 1st sg περϊῆκον , περιήκω to have come round to one pres part act masc voc sg περϊῆκον , περιήκω to have come round to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηκόντων — περϊηκόντων , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut gen pl περϊηκόντων , περιήκω to have come round to one pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήκει — περϊήκει , περιήκω to have come round to one pres ind mp 2nd sg περϊήκει , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήκοντα — περϊήκοντα , περιήκω to have come round to one pres part act neut nom/voc/acc pl περϊήκοντα , περιήκω to have come round to one pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήκοντι — περϊήκοντι , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut dat sg περϊήκοντι , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιήκουσι — περϊήκουσι , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊήκουσι , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιίκω — Α δωρ. τ. τού περιήκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵκω δωρ. τ. τού ἥκω «έχω έρθει»] … Dictionary of Greek
περιηκούσης — περϊηκούσης , περιήκω to have come round to one pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)